γορίλλας

γορίλλας
ο горилла

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "γορίλλας" в других словарях:

  • ανεκδοτολογία — η η αφήγηση ανεκδότων, το να λέει κανείς ανέκδοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανέκδοτος + λογία < λέγω. Η λ. μαρτυρείται στον πληθ. (ανεκδοτολογίαι) από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις από τον Αλ. Φιλαδελφέα (ψευδώνυμο «Γορίλλας») αρχαιολόγο και ζωγράφο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»